Σήμερα είναι 571 χρόνια από την αποφράδα μέρα, όπως την λέμε, που έμελλε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση στην οποία συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις παρακμής και κατάρρευσης.
Το Βυζάντιο έφτασε στο απόγειο της ακμής του κατά τον 7ο αιώνα, περίπου, επι Ηρακλείου.
Το βυζαντινό κράτος, την περίοδο της παρακμής του, βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση, αθλιότητα που δημιουργήθηκε από τη μείωση των κρατικών εισπράξεων που πήγαιναν στα ταμεία της φεουδαρχικής αριστοκρατίας και από τις αυξημένες δαπάνες για τους δημόσιους υπαλλήλους και την αυλή.
Το ενδιαφέρον για τους συνοριακούς πληθυσμούς ήταν ανύπαρκτο. Τους ενδιέφερε μόνο η φορολόγησή τους.
Ο αγροτικός πληθυσμός της Μικράς Ασίας αισθανόταν πως αγνοούνταν και πως είχε αφεθεί απροστάτευτος στις κατακτητικές επιθέσεις των τούρκων.
Ο στρατός ήταν εντελώς παραμελημένος, το αμυντικό σύστημα των ακριτών είχε καταρρεύσει και βοήθεια από τη Κωνσταντινούπολη δεν μπορούσε να περιμένει γιατί η πρωτεύουσα ήταν απασχολημένη με τις εμφύλιες διενέξεις και τις ραδιουργίες γύρω από τη διαδοχή του θρόνου.
Ακόμη χειρότερα ήταν τα πράγματα με τη βυζαντινή πνευματική τάξη και τη φεουδαρχική αριστοκρατία που αλλαξοπιστούσαν για να πάρουν μεγαλύτερα τσιφλίκια.
Η Πόλη αλώθηκε με τη βοήθεια Ελλήνων που διαδραμάτισαν σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο στην Άλωση και εντός και εκτός των τειχών.
Κάτι θυμίζουν όλα αυτά...
Η Κωνσταντινούπολη, αγαπητοί μου νεοέλληνες, ήταν το τελευταίο μεγάλο κέντρο του αρχαίου και αθάνατου ελληνικού πολιτισμού. Της Πόλης, που η άλωσή της σήμανε το τέλος μιας μακράς και ένδοξης ιστορίας.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, καταπληγωμένος, καταματωμένος και με ξεσκισμένα ρούχα, κραυγάζει στα τείχη: «Η Πόλη πάρθηκε και εγώ ακόμα ζω; Δεν υπάρχει κανένας χριστιανός για να μου πάρει το κεφάλι;» Ήταν όμως τότε πολύ αργά. Ήταν ήδη μη αναστρέψιμη η κατάσταση από χρόνια πριν…..
Η μάχη του Μαντζικέρτ μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων έγινε 382 χρόνια πριν από την άλωση της Πόλης, στις 26 Αυγούστου του 1071. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης ο 4ος ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων. Η στρατιωτική αποτυχία του Διογένη Ρωμανού στο Μαντζικέρτ σηματοδότησε επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις μέσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Οι εσωτερικές αυτές έριδες οδηγούσαν τις αντιμαχόμενες παρατάξεις στην πρόσληψη μισθοφόρων Τούρκων. Έτσι, οι Βυζαντινοί «έβαζαν τους λύκους να φυλάνε τα πρόβατα» και οι Τούρκοι άρχισαν να εγκαθίστανται σε τεράστιες εκτάσεις της Μικράς Ασίας και να δημιουργούν διάφορα τουρκικά εμιράτα μέσα στην καρδιά του Βυζαντίου
Όμως η διάρκεια της πτώσης μιας αυτοκρατορίας ή ενός κράτους, δεν διαρκεί μόνο μερικά χρόνια και δεν προκαλείται από συμπωματικά συμβάντα, η επιδερμικές και βραχυχρόνιες αφορμές. Η πτώση του θεοκρατικού και πολυφυλετικού Βυζαντίου, εκτός της μάχης του Μαντζικέρτ, συνεχίζεται και στις αρχές του 12ου μ. Χ. αιώνα, κάνοντας άλλη μια μεγάλη βουτιά.
Μια σειρά από σπάταλους και διεφθαρμένους αυτοκράτορες σε συνδυασμό με την πολυέξοδη και πολυπρόσωπη αυλική καμαρίλα, που οι δολοπλοκίες της άγγιζαν τα όρια του γελοίου, διασπάθισαν τα οικονομικά αποθέματα των ταμείων που είχαν αποταμιεύσει οι Αυτοκράτορες της Δυναστείες των Μακεδόνων. Τα έξοδα της Αυλής πολλαπλασιάστηκαν και αυτό ανάγκασε τους αυτοκράτορες να δημοπρατούν τελωνειακές διευκολύνσεις και προνόμια στους εμπόρους της Βενετίας, της Γένοβας και της Φλωρεντίας για τα εμπορεύματα που διακινούσαν μέσω της Κωνσταντινούπολης. Αυτό ανακούφιζε προσωρινά την οικονομική κατάσταση αλλά συρρίκνωνε μακροπρόθεσμα το ετήσιο εισόδημα του Βυζαντινού κράτους. Ταυτόχρονα εξόντωνε τους Βυζαντινούς εμπόρους συγκεντρώνοντας το εμπόριο στα χέρια των Ενετών που ήταν πιο ανταγωνιστικοί, χάρις τα προνόμια αυτά.
Οι Σταυροφορίες των Λατίνων την ίδια εποχή, έφεραν αναστάτωση στον Βυζαντινό χώρο. Οι Σταυροφόροι εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Βυζαντινού στρατού και τις έριδες επίδοξων Αυτοκρατόρων, άλωσαν την Κωνσταντινούπολη και επέβαλλαν ένα βραχύβιο δικό τους Λατινικό κράτος. Το γεγονός αυτό είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την συνοχή του κράτους και του πληθυσμού του Βυζαντίου. Τα δύο ισχυρότερα κράτη που είχαν προκύψει από την συντριβή του Βυζαντίου το 1204, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας του Θεόδωρου Λάσκαρι, εξάντλησαν τις δυνάμεις τους σε ένα συνεχή πόλεμο μεταξύ τους. Άλλες Βυζαντινές πόλεις και νησιά του Αιγαίου είχαν καταληφθεί από τους Ενετούς, Λατίνους Ευγενείς και ληστρικές συμμορίες και είχαν αυτονομηθεί σαν ξεχωριστές πόλεις-κράτη.
Η ισχυροποίηση των κατά τόπους αρχόντων και η εξασθένιση της Κεντρικής Βυζαντινής εξουσίας, εξέθεσαν τις κατώτερες αγροτικές τάξεις στο έλεος και στην διάκριση των "δυνατών" που επικρατούσαν ανά περιοχή. Οι νέοι αυτοί αφέντες κατέφυγαν στην καταπίεση, στην αδικία και στην εξοντωτική φορολόγηση των φτωχών αγροτών και τεχνιτών των υποτυπωδών αστικών κέντρων της εποχής, δημιουργώντας έντονα κοινωνικά προβλήματα και εξεγέρσεις.
Μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα αναρχίας και αυθαιρεσίας, καμία κοινωνική δύναμη δεν σήκωνε το βλέμμα να αντικρίσει την Οθωμανική λαίλαπα που πλέον είχε κατακλύσει τα εδάφη της Μικράς Ασίας στα μισά του 13ου Αιώνα καταστρέφοντας πολλές Χριστιανικές πόλεις και σφάζοντας η υποδουλώνοντας τους χριστιανικούς πληθυσμούς της. Η βία, η ληστεία και η λεηλασία ξεσπούσε παντού όπου περνούσαν οι Οθωμανοί. Η Εκκλησία, που ως θεσμός είχε βοηθήσει δυναμικά πολλές φορές στο παρελθόν στην επιβίωση του Βυζαντίου, υπέσκαπτε την εξουσία των Παλαιολόγων λόγω της προσήλωσης των τελευταίων στην υπόθεση της δογματικής Ένωσης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης με την Παπική Εκκλησία. Αλλά και η Εκκλησία ως θεσμός είχε διαβρώσει σημαντικά τις κοινωνικές δομές του Κράτους.
Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες είχαν πολλαπλασιαστεί, έχοντας μεγάλες περιουσίες και εκτάσεις καλλιεργήσιμων εδαφών που επέτειναν τις κοινωνικές ανισότητες και τον κοινωνικό αναβρασμό. Οι ιερωμένοι και οι μοναχοί στο Βυζάντιο αποτελούσαν μια ξεχωριστή πολυπληθή κοινωνική τάξη και απολάμβαναν μια σειρά από κοινωνικά και οικονομικά προνόμια. Οι μοναχοί και οι ιερωμένοι δεν φορολογούνταν και ήταν απαλλαγμένοι από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Αυτά τα προνόμια προέτρεπαν πολλούς να ασπαστούν τον μοναχικό βίο, όχι ως στάση ζωής και Ασκητικού βίου, αλλά ως τον ευκολότερο τρόπο να αποφύγουν τα κοινωνικά βάρη που εξαθλίωναν τους υπόλοιπους.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει βοήθεια από την Δύση. Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις του, παρά τις ολοένα και πιο ταπεινωτικές συμφωνίες για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια, η Δύση στάθηκε σιωπηλή και αδιάφορη λες και ο θανάσιμος κίνδυνος δεν απειλούσε, σε τελευταία ανάλυση, τους χριστιανούς ηγεμόνες της Δύσης.
Η τελευταία άμυνα που αντέταξε το Βυζαντινό ετοιμοθάνατο μόρφωμα κυριολεκτικά την δωδέκατη ώρα, ήταν η πολιτική δραστηριότητα δύο κορυφαίων πνευματικών προσωπικοτήτων και η γενναία θυσία του τελευταίου Θρυλικού Αυτοκράτορα της. Οι δύο πνευματικοί άνδρες ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός (ο αυτοαποκαλούμενος «Πλήθων»), και ο τότε επίσκοπος Νικομήδειας Βησσαρίων. Αυτοί διατύπωσαν σε ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα όλες τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ενέργειες που πιθανά να αναζωογονούσαν το ετοιμοθάνατο Βυζάντιο. Ο ηρωικός και έντιμος Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προσπάθησε να εφαρμόσει το πρόγραμμα αυτό, που προέβλεπε ενίσχυση της Κεντρικής Εξουσίας, περιστολή της ασυδοσίας των «δυνατών», νομική προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανάταση του Εθνικού φρονήματος με την σύνδεση του απλού λαού με την ένδοξη Ελληνική κληρονομιά του, υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, περιστολή των υπερβολικών Εκκλησιαστικών δικαιωμάτων κτλ.
Ήταν όμως πολύ αργά. Στα παλαιά αλλά επιβλητικά τείχη της Κωνσταντινούπολης παρατάσσονταν 10.000 σιδερόφραχτοι υπερασπιστές, όταν οι ιερείς και μοναχοί στον Ελλαδικό χώρο εκείνη την εποχή ξεπερνούσαν τις 100.000….
Όπως έχουμε ξαναπεί και με άλλη ευκαιρία στην εκπομπή αυτή, η Κωνσταντινούπολη δεν αλώθηκε ούτε από την στρατιωτική δύναμη του Μεχμέτη του Πορθητή, ούτε από το ανώτερο πυροβολικό του, ούτε από το άνοιγμα της Κερκόπορτας από τους ανθενωτικούς ιερωμένους, ούτε από την προδοσία των Δυτικών που δεν ενίσχυσαν τον Αυτοκράτορα
Η άλωση της Πόλης προήλθε από την κοινωνική αναρχία και αποσάθρωση, την κοινωνική διαφθορά και ανισότητα. Η εξαθλίωση του δημόσιου βίου, η αναρρίχηση σε δημόσια αξιώματα φαύλων και φιλήδονων ανθρώπων, η διαφθορά των Αξιωματούχων, η θρησκοληψία του Κλήρου, η ηττοπάθεια των Αρχόντων….
Δεν νομίζω ότι πρέπει κάτι άλλο να προσθέσουμε για να γίνει αντιληπτό, ότι η βουτιά της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας, δεν έχει πλέον περιθώρια περαιτέρω ελιγμών για να αποφύγει την συντριβή στο έδαφος.
Ας αναπαυθούμε λοιπόν, τι μας νοιάζει εμάς; Εμείς δεν θα ζούμε κατά την διάρκεια της νέας άλωσης. Η ιστορία, όταν την αγνοείς, επαναλαμβάνεται κατά τον χειρότερο τρόπο.
Αυτή είναι δυστυχώς η κληρονομιά που αφήνουμε στις επόμενες γενιές. Είμαστε από τους τελευταίους κατοίκους ενός διεφθαρμένου κράτους σε πλήρη αποσύνθεση. Και έτσι θα καταγραφούμε από την ιστορία…